-
1 чулки
-лок, πλθ. (ενκ. чулок, -лка α.) κάλτσες γυναικείες•шлковые чулки μεταξωτές κάλτσες•
шерстяные чулки μάλλινες κάλτσες•
капроновые чулки κάλτσες νάυλον•
пара -лок ζευγάρι κάλτσες.
|| ετερόχρωμο μαλλί του κάτω μέρους των ποδιών του αλόγου (σαν κάλτσες). -
2 носок
носок м 1) (кончик) η μύτη ( ποδιού, παπουτσιού) 2) мн.: \носоккй οι κάλτσες ( ανδρικές), τα σοσόνια* * *м1) ( кончик) η μύτη (ποδιού, παπουτσιού)2) мн. носки́ οι κάλτσες (ανδρικές), τα σοσόνια -
3 чулки
-
4 чулок
чул||о'км ἡ κάλτσα:капроновые \чулокки́ οἱ κάλτσες νάιλον шерстяные \чулокки́ οἱ μάλλινες κάλτσες· ◊ синий \чулок ἡ λογι-ώτατη, ἡ λογία κυρία. -
5 пара
-ы θ.1. ζευγάρι, ζεύγος•пара чулок ζευγάρι (γυναικείες) κάλτσες•
пара носков ζευγάρι (ανδρικές) κάλτσες•
пара сапог ζευγάρι μπότες.
|| αντικείμενο αποτελούμενο από δύο ίσα μέρη•пара ножниц το ψαλίδι•
пара брюк το παντελόνι.
2. κοστούμι ανδρικό (σακκάκι, παντελόνι)•он пришл в новой -е αυτός ήρθε με καινούργιο κοστούμι.
3. ζευγάρι ζευγμένων αλόγων αμάξι με δυό άλογα.4. огю πρόσωπα μαζί•влюблнная пара αγαπημένο ζευγάρι•
танцующие -ы τα ζευγάρια του χορού.
|| ως επίρ. -ами κατά ζευγάρια, δυό-δυό•мы гуляли -ами εμείς κάναμε περίπατο κατά ζευγάρια.
|| ταίρι.5. ως κατηγ. ταιριάζω. || δυό•можно сказать -у слов? μπορώ να πω δυό λόγια;•
можно оторвать вас на -у минут? μπορώ να σας απασχολήσω για δυό λεφτά;
εκφρ.в -ы – κατά δυάδες, ανα δυό,. δυό-δυό, κατά ζευγάρια•в -е – κ. на -у μαζί, ομού, οι δυό μαζί, ζευγαρωτά•пара пустяков – (απλ.) είναι εύκολο (για εκτέλεση), δεν είναι τίποτε•два сапога – ένα και το ίδιο, παρ τον έναν, χτύπα τον άλλον, του ίδιου φυράματος• κύλισε ο τέντζερης κ. βρήκε το καπάκι. -
6 босой
босо́||йприл ξυπόλυτος, ἀνυπόδητος' ◊ на босу ногу ξεκάλτσωτος, χωρίς κάλτσες. -
7 натягивать
натягиватьнесов1. τανύω, τεντώνω:\натягивать лук τανύω τό τόξο· \натягивать вожжи τραβώ τά γκέμια·2. разг (на себя) βάζω, φοράω:\натягивать чулки́ βάζω τίς κάλτσες. -
8 носки
носки́мн. (ед. носо́к м) οἱ κάλτσες. -
9 пара
пар||аж ι, (о предметах и о людях) τό ζεῦγος, τή ζεϋγάρι:\пара чулок ζευγάρι γυναικείες κάλτσες· супру́жеская \пара τό συζυγικό ζεβγος·2. (костюм) τό κοστούμι-◊ \пара сил тех. ζεῦγος δυνάμεων· на \парау слов νά σο6 είπῶ δυό λόγια· два сапога \пара погов. πάρε τόν ἕνα χτύπα τόν ἄλλον. -
10 теплый
тепл||ыйприл1. θερμός, χλιαρός/ γλυκός (тк. о погоде):\теплыйая комната τό θερμό δωμάτιο· \теплыйое молоко́ τό ζεστό γάλα· \теплыйые чулки οἱ ζεστές κάλτσες· \теплый день ἡ ζεστή μέρα·2. перен (сердечный) ἐγκάρδιος, θερμός:\теплыйое чу́вство τό θερμό αίσθημα· \теплый прием ἡ ἐγκάρδια ὑποδοχή·3. (о цвете, звуке, запахе) ζεστός, θερμός:\теплыйые краски, тона τά ζεστά χρώματα· ◊ \теплыйое местечко ирон. ἡ ζεστή θεσούλα· \теплыйая компания ирон. ἡ βρωμοπα-ρέα -
11 шелковый
шелков||ыйприл μεταξωτός:\шелковыйые чулки οἱ μεταξωτές κάλτσες· \шелковыйая ткань τό μεταξωτό ὕφασμα· ◊ он стал как \шелковый ἔγινε σάν ἀρνάκι. -
12 носки
[νασκί] ουσ. κληθ. κάλτσες -
13 носки
[νασκί] ουσ πληθ κάλτσες -
14 вязать
-жу, -жешь, μτχ. ενστ. вяжущий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вязанный, βρ: -зан, -а, -о ρ.σ.μ.1. δένω•вязать руки буяну δένω τα χέρια του καυγατζή•
вязать снопы δένω δεμάτια, δεματιάζω.
|| μτφ. περιορίζω.2. πλέκω•вязать носки πλέκω κάλτσες.
3. στύφω, είμαι στυφός•вязать во рту -ет το στόμα μου είναι στυφό.
4. συνδέω, δένω•вязать кирпичи цементом δένω τα τούβλα με τσιμέντο.
1. δένομαι.2. πλέκομαι.3. συνδέομαι, δένω, πιάνω.4. μτφ. αντιστοιχώ, ταιριάζω•дело не -ется η υπόθεση δεν πάει καλά, δε στρώνει.
-
15 голопятый
επ. (απλ.) γυμνόφτερνος, με τρύπιες κάλτσες ή παπούτσια στο μέρος της φτέρνας. -
16 гольф
-а α.αθλοπαιδιά, γκολφ.εκφρ.брюки-гольф – παντελόνι-γκόλφ•носкигольф – κάλτσες-γκόλφ (ως το γόνα). -
17 двое
αριθμ. (για πρόσωπα ή ουσ. που έχουν μόνο πλθ.)двое братьев δυο αδέρφια•
двое очков τα ματογυάλια•
двое суток δυο εικοσιτετράωρα•
двое ножниц το ψαλίδι.
|| (σε ονομ. ή αιτ.) ζευγάρι, ζεύγος•двое чулок δυό ζευγάρια κάλτσες.
εκφρ.на своих (на) двоих – με το υπ’ αριθμόν 2 (πεζός). -
18 изделие
-я ουδ.κατασκευή έργο είδος, πράγμα, αντικείμενο•чулки фабричного и кустарного -я γυναικείες κάλτσες έτοιμες και χειροποίητες•
скатерть домашнего -я τραπεζομάντηλο οικιακής κατασκευής•
трикотажные -я πλεκτά είδη•
металлические -я μεταλλικά είδη•
фарфорные -я είδη πορσελάνης•
ручное изделие εργόχειρο, χειροτέχνημα.
|| καλλιτέχνη μα. -
19 навязать
навязать 1-яжу, -яжешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. навязанный, βρ: -зан, -а, -оρ.σ.μ.1. δένω•навязать леску на удочку δένω την ορμιά στο αγκίστρι.
2. μτφ. επιβάλλω πειθαναγκάζω.3. πλέκω (πολλά)•она -ла за месяц восемь пар чулбк αυτή έπλεξε σ ένα μήνα οχτώ ζευγάρια γυναικείες κάλτσες.
навязать 2ρ.δ. βλ. навязнуть. -
20 надвязать
-вяжу, -вяжешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. надвязанный, βρ: -зан, -а, -оρ.σ.μ.1. επιμηκύνω, αβγατίζω πλέκοντας•надвязать чулки αβγατίζω τις κάλτσες.
2. συμπλέκω, ενώνω•вервку ενώνω κομμάτι τριχιάς.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
κάλτσωμα — το [καλτσώνω] η ενέργεια τού καλτσώνω, τό να βάζει ένας κάλτσες σε κάποιον ή να φορεί ο ίδιος κάλτσες … Dictionary of Greek
Φερόες — Αρχιπέλαγος της Βόρειας Ευρώπης που ανήκει πολιτικά στη Δανία. Από το 1948 όμως έχει διοικητική αυτονομία και δικό του Κοινοβούλιο (Lagting). Αποτελείται από 22 μεγαλύτερα νησιά, από τα οποία μόνο 17 είναι κατοικημένα, και από πολυάριθμα άλλα… … Dictionary of Greek
ξεκαλτσώνω — ξεκάλτσωσα, ξεκαλτσώθηκα, ξεκαλτσωμένος 1. αφαιρώ, βγάζω τις κάλτσες κάποιου. 2. το μέσ., ξεκαλτσώνομαι βγάζω τις κάλτσες μου: Ξεκαλτσώθηκα και μπήκα στα νερά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Cypriot Greek — This article is about the modern Greek dialect of Cyprus. For the ancient Greek dialect, see Arcadocypriot. History of the Greek language (see also: Greek alphabet) Proto Greek (c. 3000–1600 BC) … Wikipedia
Πανταλόνε — Βενετσιάνικο πρόσωπο της Kομέντια ντελ άρτε που αποδίδει τον τύπο ενός γέροντα εμπόρου, συνήθως φιλάργυρου. Αρχικά (αναφέρεται σε κείμενα ήδη προς το τέλος το 16ου αι.) το πρόσωπο ήταν γνωστό και με τη γενική ονομασία Μανίφικο (θαυμάσιος)·… … Dictionary of Greek
Σποράδες — Έτσι ονομάζονταν στην αρχαιότητα τα κατασπαρμένα νησιά του Αιγαίου, του Κρητικού και του Καρπάθιου πελάγους, σε αντίθεση προς το νησιωτικό κύκλο, που περιέκλειε τη Δήλο. Στα νεώτερα χρόνια είχε επικρατήσει να ονομάζονται Ανατολικές Σ. τα κατά… … Dictionary of Greek
ακάλτσωτος — η, ο (και ακάρτσωτος, η, ο) [καλτσώνω] 1. αυτός που δεν φοράει κάλτσες, ξεκάλτσωτος 2. συνεκδ. ο ξυπόλυτος, ο πάμφτωχος 3. (πτηνό) που δεν έχει πούπουλα στα πόδια «κότα ακάλτσωτη» … Dictionary of Greek
αλλαξοποδαριάζω — [αλλαξοποδαριά] 1. επιδιορθώνω τις κάλτσες στην πατούσα τους 2. αλλάζω δρόμο, αλλαξοδρομώ … Dictionary of Greek
αμαντάριστος — η, ο [μαντάρω] (για ρούχα, κάλτσες κ.λπ.) αυτός που δεν μονταρίστηκε, δεν ράφτηκε σε μέρος φθαρμένο ή σκισμένο … Dictionary of Greek
καλτσάτος — η, ο αυτός που φορεί κάλτσες, καλτσωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλτσα + κατάλ. άτος) πρβλ. κουδουν άτος)] … Dictionary of Greek